- καταγράφομαι
- καταγράφομαι, καταγράφ(τ)ηκα, καταγραμμένος βλ. πίν. 122
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απογράφω — (AM ἀπογράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή αρχ. Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου 2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη 3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία ΙΙ. (μέσ.,… … Dictionary of Greek
προαπογράφομαι — Α 1. περιγράφω κάτι προηγουμένως («τὰς βορειοτέρας προαπογραφόμενοι τῶν χωρῶν», Πτολ.) 2. καταγράφομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογράφομαι «εγγράφομαι, καταγράφομαι»] … Dictionary of Greek
εκσφραγίζομαι — ἐκσφραγίζομαι (Α) 1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω 2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος 3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι … Dictionary of Greek
επεισάγω — ἐπεισάγω (Α) [εισάγω] 1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.) 2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» επινόησε… … Dictionary of Greek
καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
προεφοδεύω — ΜΑ [ἐφοδεύω] μσν. προεφοδεύω οδηγώ πρώτα, δείχνω πρώτα το δρόμο* αρχ. (μόνον το παθ.) προεφοδεύομαι εκτίθεμαι, καταγράφομαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
συνταξιαρχούμαι — έομαι, Α κατατάσσομαι, καταγράφομαι μαζί με άλλον ως όμοιος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξις «διάταξη, κατάταξη» + αρχῶ (< άρχης*)] … Dictionary of Greek